λῃστάρχου

λῃστάρχου
λῄσταρχος
masc gen sg
λῃστάρχης
chief of robbers
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λησταρχείο — το (Μ λῃσταρχεῑον) [λήσταρχος] το καταφύγιο τού ληστάρχου και τών ληστών τής συμμορίας του νεοελλ. μτφ. κατάστημα όπου γίνεται αισχροκέρδεια, υπερβολικά ακριβό κατάστημα …   Dictionary of Greek

  • Χαϊνίτσα — Αδελφή του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Γεννήθηκε το 1748 από τη δεύτερη σύζυγο του λήσταρχου Βελή, τη Χάμκω. Έπειτα από απαίτησή της, ο Αλή πασάς κατέστρεψε (1784) τα χωριά Χόρμοβο, Γαρδίκι και Λίκλη για να εκδικηθεί την ατίμωση, αυτής και της… …   Dictionary of Greek

  • λησταρχείο — το το καταφύγιο του λήσταρχου και της συμμορίας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”